- πολυζήλωτος
- και δωρ. τ. πολυζάλωτος, -ον, Α1. πολύ σεβαστός («καί μοι πολυζήλωτος ἀεὶ σὺν θεοῖσι φοιτᾷ», Ευρ.)2. πολυθαύμαστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ζηλωτός (< ζηλῶ), πρβλ. αξιο-ζήλωτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πολυζήλωτος — much admired masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυζήλωτον — πολυζήλωτος much admired masc/fem acc sg πολυζήλωτος much admired neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυζηλώτῳ — πολυζήλωτος much admired masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυζήλωτε — πολυζήλωτος much admired masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυζάλωτος — ον, Α (δωρ. τ.) βλ. πολυζήλωτος … Dictionary of Greek